Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
συγκαταπαύω
συγκαταπέμπω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπίμπρημι
συγκαταπίνω
συγκαταπίπτω
συγκαταπλαστέον
συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
View word page
συγκατανεύω
to consent to
ShortDef
to consent to
Debugging
Headword:
συγκατανεύω
Headword (normalized):
συγκατανεύω
Headword (normalized/stripped):
συγκατανευω
IDX:
82484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82485
Key:
Data
{'content': 'to consent to'}