Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
συγκαταπαύω
συγκαταπέμπω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπίμπρημι
συγκαταπίνω
συγκαταπίπτω
συγκαταπλαστέον
View word page
συγκατανέμω
to assign also
ShortDef
to assign also
Debugging
Headword:
συγκατανέμω
Headword (normalized):
συγκατανέμω
Headword (normalized/stripped):
συγκατανεμω
IDX:
82482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82483
Key:
Data
{'content': 'to assign also'}