Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
συγκαταπαύω
συγκαταπέμπω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπίμπρημι
συγκαταπίνω
View word page
συγκαταμύω
to be quite closed up

ShortDef

to be quite closed up

Debugging

Headword:
συγκαταμύω
Headword (normalized):
συγκαταμύω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταμυω
IDX:
82480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82481
Key:

Data

{'content': 'to be quite closed up'}