Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταποκαταστατικός
ἀνταποκρίνομαι
ἀνταπόκρισις
ἀνταποκτείνω
ἀνταπολαμβάνω
ἀνταπόλλυμι
ἀνταπολογέομαι
ἀνταποπαίζω
ἀνταπόπαλσις
ἀνταποπέρδω
ἀνταπορέω
ἀνταποστέλλω
ἀνταποστρέφω
ἀνταποστροφή
ἀνταποταφρεύω
ἀνταποτειχίζω
ἀνταποτίνω
ἀνταποφαίνω
ἀνταποφέρω
ἀντάποχον
ἀνταπωθέω
View word page
ἀνταπορέω
raise questions in turn

ShortDef

raise questions in turn

Debugging

Headword:
ἀνταπορέω
Headword (normalized):
ἀνταπορέω
Headword (normalized/stripped):
ανταπορεω
IDX:
8247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8248
Key:

Data

{'content': 'raise questions in turn'}