Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
συγκαταπαύω
συγκαταπέμπω
View word page
συγκαταλογίζομαι
take into account together
ShortDef
take into account together
Debugging
Headword:
συγκαταλογίζομαι
Headword (normalized):
συγκαταλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλογιζομαι
IDX:
82477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82478
Key:
Data
{'content': 'take into account together'}