Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
συγκαταπαύω
View word page
συγκαταλήγω
leave off together

ShortDef

leave off together

Debugging

Headword:
συγκαταλήγω
Headword (normalized):
συγκαταλήγω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταληγω
IDX:
82476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82477
Key:

Data

{'content': 'leave off together'}