Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
View word page
συγκαταλέχω
lay down with

ShortDef

lay down with

Debugging

Headword:
συγκαταλέχω
Headword (normalized):
συγκαταλέχω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλεχω
IDX:
82475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82476
Key:

Data

{'content': 'lay down with'}