Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
View word page
συγκαταλείπω
to leave together

ShortDef

to leave together

Debugging

Headword:
συγκαταλείπω
Headword (normalized):
συγκαταλείπω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλειπω
IDX:
82474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82475
Key:

Data

{'content': 'to leave together'}