Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
View word page
συγκαταλέγω2
repeat along with; appoint in addition; include in a list

ShortDef

repeat along with; appoint in addition; include in a list

Debugging

Headword:
συγκαταλέγω2
Headword (normalized):
συγκαταλέγω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλεγω2
IDX:
82473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82474
Key:

Data

{'content': 'repeat along with; appoint in addition; include in a list'}