Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
View word page
συγκαταλαμβάνω
to seize, take possession of together
ShortDef
to seize, take possession of together
Debugging
Headword:
συγκαταλαμβάνω
Headword (normalized):
συγκαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλαμβανω
IDX:
82472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82473
Key:
Data
{'content': 'to seize, take possession of together'}