Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
View word page
συγκαταλαγχάνω
occupy, have assigned in common
ShortDef
occupy, have assigned in common
Debugging
Headword:
συγκαταλαγχάνω
Headword (normalized):
συγκαταλαγχάνω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλαγχανω
IDX:
82471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82472
Key:
Data
{'content': 'occupy, have assigned in common'}