Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
View word page
συγκατακυλίνδομαι
to be rolled down together with

ShortDef

to be rolled down together with

Debugging

Headword:
συγκατακυλίνδομαι
Headword (normalized):
συγκατακυλίνδομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατακυλινδομαι
IDX:
82470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82471
Key:

Data

{'content': 'to be rolled down together with'}