Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
View word page
συγκατακτείνω
to slay together

ShortDef

to slay together

Debugging

Headword:
συγκατακτείνω
Headword (normalized):
συγκατακτείνω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακτεινω
IDX:
82469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82470
Key:

Data

{'content': 'to slay together'}