Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
View word page
συγκατακτάομαι
to join (someone) in acquiring

ShortDef

to join (someone) in acquiring

Debugging

Headword:
συγκατακτάομαι
Headword (normalized):
συγκατακτάομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατακταομαι
IDX:
82468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82469
Key:

Data

{'content': 'to join (someone) in acquiring'}