Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
View word page
συγκατακρημνίζω
throw down a precipice along with
ShortDef
throw down a precipice along with
Debugging
Headword:
συγκατακρημνίζω
Headword (normalized):
συγκατακρημνίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακρημνιζω
IDX:
82467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82468
Key:
Data
{'content': 'throw down a precipice along with'}