Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
View word page
συγκατακοσμέω
order or arrange together
ShortDef
order or arrange together
Debugging
Headword:
συγκατακοσμέω
Headword (normalized):
συγκατακοσμέω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακοσμεω
IDX:
82465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82466
Key:
Data
{'content': 'order or arrange together'}