Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
View word page
συγκατακόπτω
to cut up together

ShortDef

to cut up together

Debugging

Headword:
συγκατακόπτω
Headword (normalized):
συγκατακόπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακοπτω
IDX:
82464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82465
Key:

Data

{'content': 'to cut up together'}