Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω2
View word page
συγκατακομίζω
bring down together

ShortDef

bring down together

Debugging

Headword:
συγκατακομίζω
Headword (normalized):
συγκατακομίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακομιζω
IDX:
82463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82464
Key:

Data

{'content': 'bring down together'}