Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
View word page
συγκατακολουθέω
follow together

ShortDef

follow together

Debugging

Headword:
συγκατακολουθέω
Headword (normalized):
συγκατακολουθέω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακολουθεω
IDX:
82462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82463
Key:

Data

{'content': 'follow together'}