Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
View word page
συγκατακοιμίζω
cause to sleep with

ShortDef

cause to sleep with

Debugging

Headword:
συγκατακοιμίζω
Headword (normalized):
συγκατακοιμίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακοιμιζω
IDX:
82461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82462
Key:

Data

{'content': 'cause to sleep with'}