Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
View word page
συγκατάκλισις
lying together with

ShortDef

lying together with

Debugging

Headword:
συγκατάκλισις
Headword (normalized):
συγκατάκλισις
Headword (normalized/stripped):
συγκατακλισις
IDX:
82460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82461
Key:

Data

{'content': 'lying together with'}