Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκάταινος
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
View word page
συγκατακλίνω
to make to lie with

ShortDef

to make to lie with

Debugging

Headword:
συγκατακλίνω
Headword (normalized):
συγκατακλίνω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακλινω
IDX:
82459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82460
Key:

Data

{'content': 'to make to lie with'}