Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
View word page
συγκατακληρονομέομαι
inherit along with

ShortDef

inherit along with

Debugging

Headword:
συγκατακληρονομέομαι
Headword (normalized):
συγκατακληρονομέομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατακληρονομεομαι
IDX:
82458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82459
Key:

Data

{'content': 'inherit along with'}