Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
View word page
συγκατακλείω
to shut in, enclose together with

ShortDef

to shut in, enclose together with

Debugging

Headword:
συγκατακλείω
Headword (normalized):
συγκατακλείω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακλειω
IDX:
82457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82458
Key:

Data

{'content': 'to shut in, enclose together with'}