Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
View word page
συγκατακεράννυμι
commingle, mix up with

ShortDef

commingle, mix up with

Debugging

Headword:
συγκατακεράννυμι
Headword (normalized):
συγκατακεράννυμι
Headword (normalized/stripped):
συγκατακεραννυμι
IDX:
82455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82456
Key:

Data

{'content': 'commingle, mix up with'}