Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
View word page
συγκατάκειμαι
to lie with
ShortDef
to lie with
Debugging
Headword:
συγκατάκειμαι
Headword (normalized):
συγκατάκειμαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατακειμαι
IDX:
82454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82455
Key:
Data
{'content': 'to lie with'}