Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταθετικός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
View word page
συγκατακαίω
to burn together

ShortDef

to burn together

Debugging

Headword:
συγκατακαίω
Headword (normalized):
συγκατακαίω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακαιω
IDX:
82452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82453
Key:

Data

{'content': 'to burn together'}