Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
View word page
συγκαταιτιάομαι
to be jointly accused

ShortDef

to be jointly accused

Debugging

Headword:
συγκαταιτιάομαι
Headword (normalized):
συγκαταιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταιτιαομαι
IDX:
82451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82452
Key:

Data

{'content': 'to be jointly accused'}