Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
View word page
συγκάταινος
agreeing with, assenting

ShortDef

agreeing with, assenting

Debugging

Headword:
συγκάταινος
Headword (normalized):
συγκάταινος
Headword (normalized/stripped):
συγκαταινος
IDX:
82449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82450
Key:

Data

{'content': 'agreeing with, assenting'}