Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταποδύομαι
ἀνταποθνῄσκω
ἀνταποκατάστασις
ἀνταποκαταστατικός
ἀνταποκρίνομαι
ἀνταπόκρισις
ἀνταποκτείνω
ἀνταπολαμβάνω
ἀνταπόλλυμι
ἀνταπολογέομαι
ἀνταποπαίζω
ἀνταπόπαλσις
ἀνταποπέρδω
ἀνταπορέω
ἀνταποστέλλω
ἀνταποστρέφω
ἀνταποστροφή
ἀνταποταφρεύω
ἀνταποτειχίζω
ἀνταποτίνω
ἀνταποφαίνω
View word page
ἀνταποπαίζω
lose what one has won at play

ShortDef

lose what one has won at play

Debugging

Headword:
ἀνταποπαίζω
Headword (normalized):
ἀνταποπαίζω
Headword (normalized/stripped):
ανταποπαιζω
IDX:
8244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8245
Key:

Data

{'content': 'lose what one has won at play'}