Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
View word page
συγκαταινέω
to agree with, favour

ShortDef

to agree with, favour

Debugging

Headword:
συγκαταινέω
Headword (normalized):
συγκαταινέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταινεω
IDX:
82448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82449
Key:

Data

{'content': 'to agree with, favour'}