Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
View word page
συγκαταίθω
to burn together

ShortDef

to burn together

Debugging

Headword:
συγκαταίθω
Headword (normalized):
συγκαταίθω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταιθω
IDX:
82447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82448
Key:

Data

{'content': 'to burn together'}