Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
View word page
συγκαταθνῄσκω
to die along with

ShortDef

to die along with

Debugging

Headword:
συγκαταθνῄσκω
Headword (normalized):
συγκαταθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταθνησκω
IDX:
82445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82446
Key:

Data

{'content': 'to die along with'}