Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
View word page
συγκαταθέω
to make an inroad with

ShortDef

to make an inroad with

Debugging

Headword:
συγκαταθέω
Headword (normalized):
συγκαταθέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταθεω
IDX:
82443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82444
Key:

Data

{'content': 'to make an inroad with'}