Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίω
View word page
συγκαταθετικός
assenting, approving

ShortDef

assenting, approving

Debugging

Headword:
συγκαταθετικός
Headword (normalized):
συγκαταθετικός
Headword (normalized/stripped):
συγκαταθετικος
IDX:
82442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82443
Key:

Data

{'content': 'assenting, approving'}