Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταίρω
View word page
συγκατάθεσις
approval, agreement, concord
ShortDef
approval, agreement, concord
Debugging
Headword:
συγκατάθεσις
Headword (normalized):
συγκατάθεσις
Headword (normalized/stripped):
συγκαταθεσις
IDX:
82440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82441
Key:
Data
{'content': 'approval, agreement, concord'}