Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
View word page
συγκαταθάπτω
to bury along with

ShortDef

to bury along with

Debugging

Headword:
συγκαταθάπτω
Headword (normalized):
συγκαταθάπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταθαπτω
IDX:
82439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82440
Key:

Data

{'content': 'to bury along with'}