Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
View word page
συγκαταζῶ
spend one's life with

ShortDef

spend one's life with

Debugging

Headword:
συγκαταζῶ
Headword (normalized):
συγκαταζῶ
Headword (normalized/stripped):
συγκαταζω
IDX:
82438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82439
Key:

Data

{'content': "spend one's life with"}