Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
View word page
συγκαταζεύγνυμι
to yoke together, join in marriage
ShortDef
to yoke together, join in marriage
Debugging
Headword:
συγκαταζεύγνυμι
Headword (normalized):
συγκαταζεύγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταζευγνυμι
IDX:
82437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82438
Key:
Data
{'content': 'to yoke together, join in marriage'}