Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
View word page
συγκαταδουλόω
to join in enslaving

ShortDef

to join in enslaving

Debugging

Headword:
συγκαταδουλόω
Headword (normalized):
συγκαταδουλόω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταδουλοω
IDX:
82434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82435
Key:

Data

{'content': 'to join in enslaving'}