Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
View word page
συγκαταδαρθάνω
sleep with
ShortDef
sleep with
Debugging
Headword:
συγκαταδαρθάνω
Headword (normalized):
συγκαταδαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταδαρθανω
IDX:
82431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82432
Key:
Data
{'content': 'sleep with'}