Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
View word page
συγκαταγομφόω
nail together, join together
ShortDef
nail together, join together
Debugging
Headword:
συγκαταγομφόω
Headword (normalized):
συγκαταγομφόω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταγομφοω
IDX:
82428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82429
Key:
Data
{'content': 'nail together, join together'}