Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
View word page
συγκατάγνυμι
crush
ShortDef
crush
Debugging
Headword:
συγκατάγνυμι
Headword (normalized):
συγκατάγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταγνυμι
IDX:
82427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82428
Key:
Data
{'content': 'crush'}