Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
View word page
συγκαταγηράσκω
to grow old together with
ShortDef
to grow old together with
Debugging
Headword:
συγκαταγηράσκω
Headword (normalized):
συγκαταγηράσκω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταγηρασκω
IDX:
82425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82426
Key:
Data
{'content': 'to grow old together with'}