Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
View word page
συγκαταγήρασις
growing old together

ShortDef

growing old together

Debugging

Headword:
συγκαταγήρασις
Headword (normalized):
συγκαταγήρασις
Headword (normalized/stripped):
συγκαταγηρασις
IDX:
82424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82425
Key:

Data

{'content': 'growing old together'}