Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
View word page
συγκαταγαπάω
put up, be content with

ShortDef

put up, be content with

Debugging

Headword:
συγκαταγαπάω
Headword (normalized):
συγκαταγαπάω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταγαπαω
IDX:
82423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82424
Key:

Data

{'content': 'put up, be content with'}