Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
View word page
συγκαταβιόω
live with

ShortDef

live with

Debugging

Headword:
συγκαταβιόω
Headword (normalized):
συγκαταβιόω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταβιοω
IDX:
82422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82423
Key:

Data

{'content': 'live with'}