Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
View word page
συγκαταβάλλω
to throw down along with

ShortDef

to throw down along with

Debugging

Headword:
συγκαταβάλλω
Headword (normalized):
συγκαταβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταβαλλω
IDX:
82419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82420
Key:

Data

{'content': 'to throw down along with'}