Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
View word page
σύγκασις
an own sister

ShortDef

an own sister

Debugging

Headword:
σύγκασις
Headword (normalized):
σύγκασις
Headword (normalized/stripped):
συγκασις
IDX:
82417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82418
Key:

Data

{'content': 'an own sister'}