Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
View word page
συγκασιγνήτη
an own sister
ShortDef
an own sister
Debugging
Headword:
συγκασιγνήτη
Headword (normalized):
συγκασιγνήτη
Headword (normalized/stripped):
συγκασιγνητη
IDX:
82416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82417
Key:
Data
{'content': 'an own sister'}